- οπισθενεργητικός
- οπισθενεργός, ή , ό [ός , όν ] имеющий обратную силу (о законе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπισθενεργητικός — ή, ό [οπισθενεργός] οπισθενεργός, αυτός που ισχύει και για το παρελθόν, αναδρομικός … Dictionary of Greek